- στράτσο
- στράτσο, το και στρατσόχαρτο, το(λ. ιταλ.), είδος χοντρού χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στράτσο — το, Ν χαρτί χοντρό κατώτερης ποιότητας για περιτύλιξη κρέατος, ψαριών και άλλων εδωδίμων από τους πωλητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. strazzo] … Dictionary of Greek
στρατσόχαρτο — το, Ν το στράτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράτσο + χαρτί] … Dictionary of Greek